- μελῳδικῶν
- μελῳδικόςby means of melodyfem gen plμελῳδικόςby means of melodymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… … Dictionary of Greek
πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… … Dictionary of Greek
ταυτοφωνία — Όρος που γενικά σημαίνει τη συνήχηση, στο ίδιο τονικό ύψος, δύο ή περισσότερων φωνών ή μουσικών οργάνων. Ωστόσο, στην πολυφωνική μουσική της δυτικής Ευρώπης, ο όρος τ. σημαίνει τη συνάντηση δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών στον ίδιο φθόγγο… … Dictionary of Greek
πελαστό(ν) — το μουσικό σημείο τής μελωδίας τών κρατημάτων και άλλων μελωδικών θέσεων τής εκκλησιαστικής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πελάζω. Ο τ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
πολυτονικότητα — Μουσικός όρος που σημαίνει τη συνήχηση μελωδικών και αρμονικών σχημάτων, που ανήκουν σε διαφορετικές τονικότητες. Ως μουσικό φαινόμενο η π. απαντά από πολύ νωρίς, π.χ. στον Κανόνα όταν η μελωδία επαναλαμβάνεται τέσσερις ή πέντε φθόγγους ψηλότερα… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
σειραϊσμός — (Μουσ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη μουσική σύνθεση, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία των μουσικών παραγόντων (τονικό ύψος, ρυθμός, δυναμική και ηχόχρωμα) καθορίζεται με βάση αριθμητικέςσχέσεις, αναλογίες ή άλλους μαθηματικούς… … Dictionary of Greek
φιγούρα — η, Ν 1. εικόνα, ζωγραφιά («δεν τού αρέσουν οι φιγούρες τού βιβλίου») 2. καθένα από τα εικονογραφημένα τραπουλόχαρτα, δηλαδή ο ρήγας, ο βαλές και η ντάμα 3. χορευτική παραλλαγή («έμαθα μια καινούργια φιγούρα τού ταγκό χθες») 4. (στο θέατρο σκιών)… … Dictionary of Greek
φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… … Dictionary of Greek
Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… … Dictionary of Greek